εὐτράπεζος

εὐτράπεζος
εὐτράπεζος
with good table
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευτράπεζος — εὐτράπεζος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει καλό τραπέζι, που κάνει μεγαλοπρεπείς εστιάσεις, ο φιλόξενος αρχ. 1. αβροδίαιτος, μαλθακός 2. αυτός που συντελεί στην προμήθεια πολυτελών, ακριβών εδεσμάτων («ἡ θάλαττα παρέχει τὴν ἀγορὰν εὐτράπεζον», Πλούτ.).… …   Dictionary of Greek

  • εὐτράπεζον — εὐτράπεζος with good table masc/fem acc sg εὐτράπεζος with good table neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραπέζοις — εὐτράπεζος with good table masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραπέζους — εὐτράπεζος with good table masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτραπέζων — εὐτράπεζος with good table masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτράπεζοι — εὐτράπεζος with good table masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτραπεζεύομαι — εὐτραπεζεύομαι (Μ) [ευτράπεζος] 1. έχω καλὸ τραπέζι, έχω πολλά και καλά φαγητά 2. είμαι καλοφαγάς, τρώω καλά …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”